- κλάρες
- οι (Α κλάρες, αἱ)τα κιγκλιδώματα που βρίσκονται οριζοντίως στο ίδιο επίπεδο με το πεζοδρόμιο και χρησιμεύουν για αερισμό και φωτισμό υπογείων, αλλ. σχάρες ή σκάρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακλάρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έβγαλε μεγάλες κλάρες, μεγάλα κλαδιά: Η βελανιδιά είχε ψηλώσει, αλλά ήταν ακλάρωτη. 2. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος: Είχε πολύ βιος, ήταν όμως ακλάρωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάρα — η μεγεθυντικό του κλαρί μεγάλος κλάδος: Έκοψε κλάρες για τα γιδοπρόβατά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)